indefinitely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- indefinitely < indefinite + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]indefinitely (en) (χωρίς παραθετικά)
- επ' αόριστον, απροσδιοριστοχρόνως, για πάντα
- ↪ The trial was adjourned indefinitely.
- Η δίκη αναβλήθηκε επ' αόριστο.
- ↪ The trial was adjourned indefinitely.