hygiene
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hygiene < (άμεσο δάνειο) γαλλική hygiène (από το 1670 περίπου)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hygiene (en)
- η υγιεινή