harmoniously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | harmoniously |
συγκριτικός | more harmoniously |
υπερθετικός | most harmoniously |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- harmoniously < harmonious + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]harmoniously (en)
- αρμονικά, με τρόπο φιλικό, ειρηνικό και χωρίς επιχειρήματα
- ↪ All the teachers work together harmoniously at the school.
- Όλοι οι καθηγητές συνεργαζόμαστε αρμονικά στο σχολείο.
- ↪ All the teachers work together harmoniously at the school.