fino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fino | finoj |
αιτιατική | finon | finojn |
fino (eo)
- το τέλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fino | finoj |
αιτιατική | finon | finojn |
fino (eo)