diastole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
diastole diastoles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diastole (fr) θηλυκό