annually

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
annually < annual + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

annually (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ετησίως
    His income amounts to ten million annually.
    Το εισόδημά του ετησίως ανέρχεται στα δέκα εκατομμύρια.