annually
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]annually (en) (χωρίς παραθετικά)
- ετησίως
- ↪ His income amounts to ten million annually.
- Το εισόδημά του ετησίως ανέρχεται στα δέκα εκατομμύρια.
- ↪ His income amounts to ten million annually.